- ὀλιγοφραδής
- ὀλιγο-φραδής, ές, wenig denkend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ολιγοφραδής — ὀλιγοφραδής, ές (Α) αυτός που λέει λίγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + φραδής (< φράζω), πρβλ. πολυ φραδής] … Dictionary of Greek
ὀλιγοφραδεῖς — ὀλιγοφραδής little eloquent masc/fem acc pl ὀλιγοφραδής little eloquent masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek